Γεροντόπαχο: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γεροντόπαχο (το) |etymologia= |simasiologia= το λίπος του μεσήλικα, όταν οι μύες χάνουν τον...')
(No difference)

Revision as of 20:12, 24 April 2018

Γεροντόπαχο (το)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το λίπος του μεσήλικα, όταν οι μύες χάνουν τον όγκο τους και παρουσιάζεται λίπος.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις