Γητεύκω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γητεύκω |etymologia= |simasiologia= θεραπεύω με γοητευτικές κραυγές (δηλ. γητειές) |proelefsi...') |
(No difference)
|
Revision as of 20:19, 24 April 2018
Γητεύκω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
θεραπεύω με γοητευτικές κραυγές (δηλ. γητειές)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
«γήτεμμαν», το = η θεραπεία με γητειά.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις