Γρύλλης: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Γρύλλης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει ορθάνοικτα και γαρυλλιασμένα τα μάτ...') |
(No difference)
|
Revision as of 21:06, 24 April 2018
Γρύλλης (ο) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
αυτός που έχει ορθάνοικτα και γαρυλλιασμένα τα μάτια του, με παχιά βλέφαρα.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
γρυλλάππαρος, ο = αυτός που έχει ανοικτά τα μάτια του οταν κοιμάται, όπως το άλογο.
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις