Κορτώννω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κορτώννω |etymologia=κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ |simasiologia= |p...') |
(No difference)
|
Revision as of 08:30, 3 May 2018
Κορτώννω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
κορδώνω, στέκομαι ευθεία, αποφεύγω το καμπούριασμ
Παραδείγματα
Λέγεται και για άτομα με επιδεικτική αυτοπεποίθηση. «Άε τον κόρτωμαν τούτον!»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις