Κουλλούρα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κουλλούρα (η) |etymologia= |simasiologia= μεγάλο κουλούρι που έκαναν όταν το μωρό ήταν αδύ...')
(No difference)

Revision as of 08:50, 3 May 2018

Κουλλούρα (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

μεγάλο κουλούρι που έκαναν όταν το μωρό ήταν αδύνατο, ή δεν περπατούσε ή δεν μιλούσε, και περνούσαν το μωρό από μέσα σε κάθε σταυροδρόμι του χωριού. Μετά έδιναν το κουλούρι στους σκύλους.

Παραδείγματα

«Κάμνουν του κουλλούριν», φρ. = του κάνουν τη θεραπεία ως άνω

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Δκιακόνημαν

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις