Λεφτοδιψώ: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
| Eleni Krekou (talk | contribs)   (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Λεφτοδιψώ    |etymologia= από το «λεπτός»   |simasiologia= είμαι αδύνατος λόγω δίψας   |proelefsi= }}...') | 
| (No difference) | 
Revision as of 11:55, 3 May 2018
| Λεφτοδιψώ | 
|---|
Ετυμολογία
από το «λεπτός»
Σημασιολογία
είμαι αδύνατος λόγω δίψας
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
λεφτοδίψα = η αδυναμία λόγω δίψας
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις