Λωρώννω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Λωρώννω |etymologia= |simasiologia= ναρκούμαι, μουδιάζω, απονεκρούμαι |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυ...') |
(No difference)
|
Revision as of 12:52, 3 May 2018
Λωρώννω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ναρκούμαι, μουδιάζω, απονεκρούμαι
Παραδείγματα
«Ελώρωσεν το σ̌ιέριν μου», φρ., δες «κραγκώννω».
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις