Μαννοκίκκιρος: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) |etymologia= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) κ...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) |etymologia= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) κ...')
(No difference)
1,384

edits