Μονοδοντού: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μονοδοντού (η) |etymologia= |simasiologia= |proelefsi=αυτή που έχει μόνο ένα δόντι, μπορούσε ν...')
(No difference)

Revision as of 09:39, 4 May 2018

Μονοδοντού (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτή που έχει μόνο ένα δόντι, μπορούσε να προκαλέσει ή και να θεραπεύσει αρρώστιες

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις