Μουδουρκασμένος: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μουδουρκασμένος (ο) |etymologia=από το «μουδούρι» = φουσκωμένος ασκός |simasiologia= πρησμ...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Μουδουρκασμένος (ο) |etymologia=από το «μουδούρι» = φουσκωμένος ασκός |simasiologia= πρησμ...')
(No difference)
1,384

edits