Πάνιασμα: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
| Eleni Krekou (talk | contribs)   (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym=Πάνιασμα (το)   |etymologia=   |simasiologia= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα   |proel...') | 
| (No difference) | 
Revision as of 09:08, 7 May 2018
| Πάνιασμα (το) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις