Πνοητίζω: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πνοητίζω |etymologia= |simasiologia= υπνωτίζω |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Σημασιολογί...') |
(No difference)
|
Revision as of 12:59, 7 May 2018
Πνοητίζω |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
υπνωτίζω
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
πνοητικόν (το) = το υπνωτικό φάρμακο, ελιξίριο που φέρνει ύπνο
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις