Πόξυλος: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πόξυλος (ο) |etymologia=από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω»...') |
(No difference)
|
Revision as of 09:09, 10 May 2018
Πόξυλος (ο) |
---|
Ετυμολογία
από το «από+ξύλο» δηλ. σκληρός σαν το ξύλο και «ποξυλιανίσκω» = γίνομαι ξηρός σαν το ξύλο (από το κρύο)
Σημασιολογία
αυτός που έχει ακαμψία, είναι νεκρός. Επίσης και για τους μύες όταν πιαστούν και είναι δύσκολο να κινούνται.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις