Πόλυμα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πόλυμα (το) |etymologia= |simasiologia= η θεραπεία του δήμματος δηλ. της σεξουαλικής ανικα...') |
(No difference)
|
Revision as of 09:24, 10 May 2018
Πόλυμα (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
η θεραπεία του δήμματος δηλ. της σεξουαλικής ανικανότητας
Παραδείγματα
Ο Άγιος Δομέτιος λύνει τον «δημμένο»
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις