Πονιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πονιάρης (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει συχνά πόνους |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμο...')
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 09:34, 10 Μαΐου 2018

Πονιάρης (ο)

Ετυμολογία

Σημασιολογία

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

πονιάρικον (το) = το βρέφος που έχει συνέχεια πόνους και κλαίει (συνήθως λόγω κολικού ή πόνου στα αυτιά ή στόμα)

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).