Ποτάξαρος: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
			
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs)   (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym= Ποτάξαρος (ο)   |etymologia=   |simasiologia= έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένο...')  | 
			
(No difference) 
 | 
Revision as of 09:51, 10 May 2018
| Ποτάξαρος (ο) | 
|---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
έχει το σώμα του τεντωμένο σαν τόξο, δηλ. πεσμένος αναίσθητος, ή και αυτός που έχει τέτανο, ακίνητος (πεθαμμένος)
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις