Σακκοράφα: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σακκοράφα (η) |etymologia= |simasiologia= το μεγάλο σουβλί με το οποίο έραβαν τους σάκους |...')
(No difference)

Revision as of 13:44, 11 May 2018

Σακκοράφα (η)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

το μεγάλο σουβλί με το οποίο έραβαν τους σάκους

Παραδείγματα

Το χρησιμοποιούσαν οι πρακτικοί για να τρυπούν πυώδεις συλλογές (καρφίτες κ.λπ.), για παροχέτευση του πύου

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις