Σπάσμα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σπάσμα (το) |etymologia= |simasiologia= ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο) |proelefsi= }}...') |
(No difference)
|
Revision as of 07:50, 14 May 2018
Σπάσμα (το) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)
Παραδείγματα
«Βκάλε σπάσμαν», φρ. = σιώπα, δηλ. να μην μπορείς να μιλήσεις λόγω κόλπου. Από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος.
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις