Στερακόβερκα: Difference between revisions
Jump to navigation
Jump to search
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στερακόβερκα (η) |etymologia= |simasiologia= ράβδος από θάμνο, μήκους τριών πιθαμών την οπο...') |
(No difference)
|
Revision as of 09:49, 14 May 2018
Στερακόβερκα (η) |
---|
Ετυμολογία
Σημασιολογία
ράβδος από θάμνο, μήκους τριών πιθαμών την οποία χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια γητειάς
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις