Αβκολιά: Difference between revisions
No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αβκολιά (η) | |acronym= Αβκολιά (η) | ||
| | |etymology= Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού) | ||
| | |semantics= Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής | ||
| | |origin=Αρχαία ελληνικά | ||
}} | |||
__TOC__ | __TOC__ | ||
Line 22: | Line 23: | ||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
==Πηγές== | |||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου |
Latest revision as of 15:32, 22 January 2024
Αβκολιά (η) | |
---|---|
Ετυμολογία | Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού) |
Σημασιολογία | Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής |
Προέλευση | Αρχαία ελληνικά |
Ετυμολογία
Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού).
Σημασιολογία
Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής.
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Ουσιαστικό, γένους θηλυκού
Συγγενικές Λέξεις
- Αβκολιάζω
Συνώνυμα
Πηγές
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου