Αρτσ̌ιάτος: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αρτσ̌ιάτος (ο) |etymologia= |simasiologia= αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αρτσ̌ιάτος (ο)
   |acronym= Αρτσ̌ιάτος (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το αντίθετο του «ευνούχος».
   |semantics= αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το αντίθετο του «ευνούχος».
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 29: Line 29:
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]

Latest revision as of 15:37, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Αρτσ̌ιάτος (ο)
Σημασιολογία αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το αντίθετο του «ευνούχος».



Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που έχει μεγάλους όρχεις, δηλ δυνατός. Το αντίθετο του «ευνούχος».

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις