Γέλλεται: Difference between revisions
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Γέλλεται |etymologia= |simasiologia=Άλλεται = τρέμει |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== Από το α...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Γέλλεται | |acronym=Γέλλεται | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics=Άλλεται = τρέμει | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 29: | Line 29: | ||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | ||
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337). | |||
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | [[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]] | ||
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] | [[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]] |
Latest revision as of 15:39, 22 January 2024
Γέλλεται | |
---|---|
Σημασιολογία | Άλλεται = τρέμει |
Ετυμολογία
Από το αρχ. «άλλομαι»= χοροπηδώ.
Σημασιολογία
Άλλεται = τρέμει
Παραδείγματα
Άλλεται (τ’αμμάτιν) = τρέμει το μάτι (το βλέφαρο).
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
άλλεται
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος
Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις