Κατάβαρη: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Κατάβαρη (η) |etymologia= από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη» |simasiologia= γυναί...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=  Κατάβαρη (η)
   |acronym=  Κατάβαρη (η)
   |etymologia= από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη»
   |etymology= από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη»
   |simasiologia= γυναίκα έτοιμη να γεννήσει
   |semantics= γυναίκα έτοιμη να γεννήσει
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:44, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Κατάβαρη (η)
Ετυμολογία από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη»
Σημασιολογία γυναίκα έτοιμη να γεννήσει



Ετυμολογία

από το «βάρος» (στην κοιλιά). Δες «βαρημένη»

Σημασιολογία

γυναίκα έτοιμη να γεννήσει

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις