Κινητικό: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κινητικό (το) |etymologia= |simasiologia= φάρμακο για θεραπεία δυσκοιλιότητας, βοηθά να κι...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Κινητικό (το)
   |acronym=Κινητικό (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= φάρμακο για θεραπεία δυσκοιλιότητας, βοηθά να κινηθούν τα έντερα
   |semantics= φάρμακο για θεραπεία δυσκοιλιότητας, βοηθά να κινηθούν τα έντερα
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:45, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Κινητικό (το)
Σημασιολογία φάρμακο για θεραπεία δυσκοιλιότητας, βοηθά να κινηθούν τα έντερα



Ετυμολογία

Σημασιολογία

φάρμακο για θεραπεία δυσκοιλιότητας, βοηθά να κινηθούν τα έντερα

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις