Κόρπος: Difference between revisions
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κόρπος () |etymologia=από το ιταλικό «colpo»= κτύπημα |simasiologia= αποπληξία |proelefsi= }} __TOC__...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Κόρπος () | |acronym=Κόρπος () | ||
| | |etymology=από το ιταλικό «colpo»= κτύπημα | ||
| | |semantics= αποπληξία | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Latest revision as of 15:45, 22 January 2024
Κόρπος () | |
---|---|
Ετυμολογία | από το ιταλικό «colpo»= κτύπημα |
Σημασιολογία | αποπληξία |
Ετυμολογία
από το ιταλικό «colpo»= κτύπημα
Σημασιολογία
αποπληξία
Παραδείγματα
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
κορπωμένος = ο λαβωμένος
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
- "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
- "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις