Κουτσοποδκιάζω: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κουτσοποδκιάζω |etymologia= |simasiologia= προκαλώ τραύμα στα πόδια κάποιου και τον κάνω...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Κουτσοποδκιάζω  
   |acronym=Κουτσοποδκιάζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= προκαλώ τραύμα στα πόδια κάποιου και τον κάνω κουτσό, κουτσοπόδη
   |semantics= προκαλώ τραύμα στα πόδια κάποιου και τον κάνω κουτσό, κουτσοπόδη
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:46, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Κουτσοποδκιάζω
Σημασιολογία προκαλώ τραύμα στα πόδια κάποιου και τον κάνω κουτσό, κουτσοπόδη



Ετυμολογία

Σημασιολογία

προκαλώ τραύμα στα πόδια κάποιου και τον κάνω κουτσό, κουτσοπόδη

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις