Ματσ̌ιουλλίζω: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω |etymologia= |simasiologia= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω  
   |acronym=Ματσ̌ιουλλίζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε
   |semantics= κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:48, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ματσ̌ιουλλίζω
Σημασιολογία κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε



Ετυμολογία

Σημασιολογία

κάνω θόρυβο όταν μασώ το φαγητό, ο θόρυβος που κάνουν οι ηλικιωμένοι χωρίς δόντια όταν τρώνε

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις