Πατσ̌ιάζω: Difference between revisions

From Digital Cyprus
Jump to navigation Jump to search
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πατσ̌ιάζω () |etymologia= |simasiologia= κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος) |proelefsi= }} __TO...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Πατσ̌ιάζω ()
   |acronym= Πατσ̌ιάζω ()
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος)
   |semantics= κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος)
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:52, 22 January 2024

Πατσ̌ιάζω ()
Σημασιολογία κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος)




Κατηγορία:Λέξεις

Ετυμολογία

Σημασιολογία

κάνω τον άλλον να υποφέρει (από πάθος)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

πατιάζω=υποφέρω, αντέχω τον πόνο

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις