Πογίνομαι: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Πογίνομαι |etymologia= |simasiologia= γίνομαι πολύ αδύνατος μετά από ασθένεια |proelefsi= }} _...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Πογίνομαι  
   |acronym= Πογίνομαι  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= γίνομαι πολύ αδύνατος μετά από ασθένεια
   |semantics= γίνομαι πολύ αδύνατος μετά από ασθένεια
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:53, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Πογίνομαι
Σημασιολογία γίνομαι πολύ αδύνατος μετά από ασθένεια



Ετυμολογία

Σημασιολογία

γίνομαι πολύ αδύνατος μετά από ασθένεια

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις