Ποζουρίζω: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ποζουρίζω |etymologia= |simasiologia= πιέζω το πληγωμένο μέρος του σώματος για να βγάλω τ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ποζουρίζω  
   |acronym= Ποζουρίζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= πιέζω το πληγωμένο μέρος του σώματος για να βγάλω το δηλητήριο (τη «ζούρα»)
   |semantics= πιέζω το πληγωμένο μέρος του σώματος για να βγάλω το δηλητήριο (τη «ζούρα»)
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:53, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ποζουρίζω
Σημασιολογία πιέζω το πληγωμένο μέρος του σώματος για να βγάλω το δηλητήριο (τη «ζούρα»)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

πιέζω το πληγωμένο μέρος του σώματος για να βγάλω το δηλητήριο (τη «ζούρα»)

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις