Ποντικόλαον: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ποντικόλαον (το) |etymologia= |simasiologia= φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Ποντικόλαον  (το)
   |acronym=Ποντικόλαον  (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στο οποίο βάζαν νεογνά ποντικού και το διατηρούσαν για κάθε περίπτωση πόνου.
   |semantics= φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στο οποίο βάζαν νεογνά ποντικού και το διατηρούσαν για κάθε περίπτωση πόνου.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:54, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ποντικόλαον (το)
Σημασιολογία φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στο οποίο βάζαν νεογνά ποντικού και το διατηρούσαν για κάθε περίπτωση πόνου.



Ετυμολογία

Σημασιολογία

φάρμακο για πόνους, το έκαναν με ελαιόλαδο στο οποίο βάζαν νεογνά ποντικού και το διατηρούσαν για κάθε περίπτωση πόνου.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις