Πορίβκω: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πορίβκω |etymologia= |simasiologia= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Πορίβκω
   |acronym=Πορίβκω
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα
   |semantics= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 9: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
 


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Line 15: Line 15:


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί. Και «πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.
*«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί
*«πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==

Latest revision as of 15:54, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Πορίβκω
Σημασιολογία αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα



Ετυμολογία

Σημασιολογία

αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα

Παραδείγματα

  • «Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί
  • «πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις