Σελλίν: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σελλίν (το) |etymologia= από το αρχ. «σέλμα» (Α. Σακελλάριος) |simasiologia= ξύλινο κάθισμα κ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Σελλίν (το)
   |acronym=Σελλίν (το)
   |etymologia= από το αρχ. «σέλμα» (Α. Σακελλάριος)
   |etymology= από το αρχ. «σέλμα» (Α. Σακελλάριος)
   |simasiologia= ξύλινο κάθισμα κατά την διάρκεια της γέννας
   |semantics= ξύλινο κάθισμα κατά την διάρκεια της γέννας
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:55, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Σελλίν (το)
Ετυμολογία από το αρχ. «σέλμα» (Α. Σακελλάριος)
Σημασιολογία ξύλινο κάθισμα κατά την διάρκεια της γέννας



Ετυμολογία

από το αρχ. «σέλμα» (Α. Σακελλάριος)

Σημασιολογία

ξύλινο κάθισμα κατά την διάρκεια της γέννας

Παραδείγματα

«Πάει τζ̌' έρκεται σαν το σελλίν της μαμμούς» = όπως αυτό μεταφέρεται από σπίτι σε σπίτι, έτσι και όταν κάποιος αναγκάζεται να πηγαίνει εδώ και εκεί για ξένες υποθέσεις

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις