Τσιρόττο: Difference between revisions

(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Τσιρόττο(το) |etymologia= από το ιταλικό ceroto (κηρωτός) |simasiologia= έμπλαστρο επιστρωμέ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Τσιρόττο(το)
   |acronym= Τσιρόττο(το)
   |etymologia= από το ιταλικό ceroto (κηρωτός)  
   |etymology= από το ιταλικό ceroto (κηρωτός)  
   |simasiologia= έμπλαστρο επιστρωμένο με κερί
   |semantics= έμπλαστρο επιστρωμένο με κερί
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 16:00, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Τσιρόττο(το)
Ετυμολογία από το ιταλικό ceroto (κηρωτός)
Σημασιολογία έμπλαστρο επιστρωμένο με κερί



Ετυμολογία

από το ιταλικό ceroto (κηρωτός)

Σημασιολογία

έμπλαστρο επιστρωμένο με κερί

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

  • Τσερότο

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις