Ττιλάρω: Difference between revisions
		
		
		
		
		
		Jump to navigation
		Jump to search
		
				
		
		
	
Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym=Ττιλάρω   |etymologia=από το Αγγλικό  tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση   |simasiologia= συ...')  | 
				m (Greeklish variables name replaced)  | 
				||
| (2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη  | {{Λέξη  | ||
   |acronym=Ττιλάρω  |    |acronym=Ττιλάρω  | ||
   |  |    |etymology=από το Αγγλικό  tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση  | ||
   |  |    |semantics= συγχύζομαι, σταματά το μυαλό μου, σβήνουν οι σκέψεις μου  | ||
   |  |    |origin=  | ||
}}  | }}  | ||
| Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα==  | ==Παραδείγματα==  | ||
Όταν κάποιος που έπαιζε «φλίππερ» (Pinball) μετακινούσε το έπιπλο πέραν κάποιας καθορισμένης κλίσης, ο μηχανισμός έσβυνε απότομα και το παιχνίδι σταματούσε. Η ένδειξη «tilt» άναβε στο ταμπλό, και το μηχάνημα «ττιλάρισκε». «Ο δάσκαλος αρώταν με συνέχειαν, ως που τζ̌’ εττίλαρα», φρ.  | *Όταν κάποιος που έπαιζε «φλίππερ» (Pinball) μετακινούσε το έπιπλο πέραν κάποιας καθορισμένης κλίσης, ο μηχανισμός έσβυνε απότομα και το παιχνίδι σταματούσε. Η ένδειξη «tilt» άναβε στο ταμπλό, και το μηχάνημα «ττιλάρισκε».  | ||
* «Ο δάσκαλος αρώταν με συνέχειαν, ως που τζ̌’ εττίλαρα», φρ.  | |||
==Μέρος του Λόγου==  | ==Μέρος του Λόγου==  | ||
Latest revision as of 16:00, 22 January 2024
| Ττιλάρω | |
|---|---|
| Ετυμολογία | από το Αγγλικό tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση | 
| Σημασιολογία | συγχύζομαι, σταματά το μυαλό μου, σβήνουν οι σκέψεις μου | 
Ετυμολογία
από το Αγγλικό tilt = μετακίνηση σε μια κεκλιμένη θέση
Σημασιολογία
συγχύζομαι, σταματά το μυαλό μου, σβήνουν οι σκέψεις μου
Παραδείγματα
- Όταν κάποιος που έπαιζε «φλίππερ» (Pinball) μετακινούσε το έπιπλο πέραν κάποιας καθορισμένης κλίσης, ο μηχανισμός έσβυνε απότομα και το παιχνίδι σταματούσε. Η ένδειξη «tilt» άναβε στο ταμπλό, και το μηχάνημα «ττιλάρισκε».
 - «Ο δάσκαλος αρώταν με συνέχειαν, ως που τζ̌’ εττίλαρα», φρ.
 
Μέρος του Λόγου
Συγγενικές Λέξεις
Συνώνυμα
Πηγές
- http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
 - "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
 - "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).
 
Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις