Άνεση: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Άνεση (η)
   |acronym= Άνεση (η)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= η αναπνοή
   |semantics= η αναπνοή
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:36, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Άνεση (η)
Σημασιολογία η αναπνοή



Ετυμολογία

Σημασιολογία

η αναπνοή

Παραδείγματα

«Εστούππωσεν ο λαιμός μου τζ̌αι εν παίρνω άνεσην».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις