Ακουστικό: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ακουστικό (το)
   |acronym= Ακουστικό (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= το στηθοσκόπιο, επίσης γενικά και το όργανο που μεγενθύνει τον ήχο (για βαρύκοους).
   |semantics= το στηθοσκόπιο, επίσης γενικά και το όργανο που μεγενθύνει τον ήχο (για βαρύκοους).
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:35, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ακουστικό (το)
Σημασιολογία το στηθοσκόπιο, επίσης γενικά και το όργανο που μεγενθύνει τον ήχο (για βαρύκοους).



Ετυμολογία

Σημασιολογία

το στηθοσκόπιο, επίσης γενικά και το όργανο που μεγενθύνει τον ήχο (για βαρύκοους).

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις