Αλάς: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αλάς (ο)
   |acronym= Αλάς (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές.
   |semantics= το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:35, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Αλάς (ο)
Σημασιολογία το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές.



Ετυμολογία

Σημασιολογία

το φυτό αλόη, βρίσκεται σε πολλές πρακτικές συνταγές.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Ουσιαστικό

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις