Ανεμοπύρωμα: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ανεμοπύρωμα (το)
   |acronym= Ανεμοπύρωμα (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.  
   |semantics= ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:36, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ανεμοπύρωμα (το)
Σημασιολογία ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.



Ετυμολογία

Από το «άνεμος» και «πύρωμαν», κόκκινο εξάνθημα στο πρόσωπο.

Σημασιολογία

ερυσίπελας. Λοίμωξη του δέρματος από αιμολυτικό στρεπτόκοκκο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«φουσκοπύρωμαν», «πρησκοπύρωμαν» και «κκελλοπύρωμαν».

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις