Ασκοπώ: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ασκοπώ  
   |acronym= Ασκοπώ  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= εξετάζω τον ασθενή (ιατρική)
   |semantics= εξετάζω τον ασθενή (ιατρική)
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:37, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ασκοπώ
Σημασιολογία εξετάζω τον ασθενή (ιατρική)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

εξετάζω τον ασθενή (ιατρική)

Παραδείγματα

«Επόνουν την κκελλέν μου τζ̌ι επήα στον γιατρόν για να με ασκοπήσει, να δούμεν είντα μπο'νι» φρ. Δες «πελλετώ».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις