Αφτονισμένος: Difference between revisions

mNo edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Αφτονισμένος (ο)
   |acronym= Αφτονισμένος (ο)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχουν ματιάσει (βασκανιάσει).
   |semantics= αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχουν ματιάσει (βασκανιάσει).
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:37, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Αφτονισμένος (ο)
Σημασιολογία αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχουν ματιάσει (βασκανιάσει).



Ετυμολογία

Σημασιολογία

αυτός που πάσχει από «φτόνον», δηλαδή τον έχουν ματιάσει (βασκανιάσει).

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις