Γαΐζω: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Γαΐζω  
   |acronym= Γαΐζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia=βλέπω χωρίς δυσκολία
   |semantics=βλέπω χωρίς δυσκολία
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:39, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Γαΐζω
Σημασιολογία βλέπω χωρίς δυσκολία



Ετυμολογία

από το αρχ. «δαΐζω»

Σημασιολογία

βλέπω χωρίς δυσκολία

Παραδείγματα

Κυρίως λέγεται στο αρνητικό «εν γαΐζω τίποτε, εστραώθηκα τέλεια».

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις