Γαννιασμένον: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Γαννιασμένον (το)
   |acronym=Γαννιασμένον (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia=το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατροφικό, αδύναμο.
   |semantics=το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατροφικό, αδύναμο.
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:39, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Γαννιασμένον (το)
Σημασιολογία το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατροφικό, αδύναμο.



Ετυμολογία

Σημασιολογία

το μωρό που δεν αναπτύσσεται κανονικά, το ατροφικό, αδύναμο.

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις