Γλειοστομιάζω: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Γλειοστομιάζω  
   |acronym= Γλειοστομιάζω  
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia=  κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.  
   |semantics=  κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:40, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Γλειοστομιάζω
Σημασιολογία κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.



Ετυμολογία

Σημασιολογία

κλείω το στόμα από εξάντληση, αδυναμία.

Παραδείγματα

«Εγλειοστόμιασεν που την πείναν, εννά πεθάνει»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις