Ελίξερ: Difference between revisions

No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ελίξερ (το)
   |acronym= Ελίξερ (το)
   |etymologia=από το «elixir»
   |etymology=από το «elixir»
   |simasiologia= το ελιξίριο, αρωματικό οινοπνευματώδες φάρμακο
   |semantics= το ελιξίριο, αρωματικό οινοπνευματώδες φάρμακο
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}



Latest revision as of 15:41, 22 January 2024


Κατηγορία:Λέξεις

Ελίξερ (το)
Ετυμολογία από το «elixir»
Σημασιολογία το ελιξίριο, αρωματικό οινοπνευματώδες φάρμακο



Ετυμολογία

από το «elixir»

Σημασιολογία

το ελιξίριο, αρωματικό οινοπνευματώδες φάρμακο

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις