3,467
edits
m (Greeklish variables name replaced) |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= | |acronym= Αβκολιά (η) | ||
|etymologia= | |etymologia= Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού) | ||
|simasiologia= | |simasiologia= Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής | ||
|proelefsi= | |proelefsi=Αρχαία ελληνικά | ||
}} | }} | ||
Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Από το | Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού). | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Είναι το χαντάκι στα χωράφια που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση τoυ περίσσιου νερού της βροχής. | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== | ||
Ουσιαστικό, γένους | Ουσιαστικό, γένους θηλυκού | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
*Αβκολιάζω | |||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== |
edits