3,467
edits
m (Greeklish variables name replaced) |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Καλαθουρκασμένος (ο) | |acronym= Καλαθουρκασμένος (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= αυτός που έχει αδιαθεσία, συμμαζεύει το σώμα του και μένει ακίνητος, μικραίνει το σώμα σε σχήμα καλάθου | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
edits