3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Δκιασιέλισμαν (το) | |acronym= Δκιασιέλισμαν (το) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([[Άτσαλη]]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits