Μαννοκίκκιρος: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) |etymologia= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) κ...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο)
   |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο)
   |etymologia= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) και «κίκκιρος» (Τουρκ. Kikkir = πετεινός) αυτός που έχει μυαλό πετεινού  
   |etymology_gr= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) και «κίκκιρος» (Τουρκ. Kikkir = πετεινός) αυτός που έχει μυαλό πετεινού  
   |simasiologia= ο εντελώς βλάκας, αυτός που δεν καταλάβει τίποτε
   |semantics_gr= ο εντελώς βλάκας, αυτός που δεν καταλάβει τίποτε
   |proelefsi=
   |priority_gr=
}}
}}


3,467

edits