3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) |etymologia= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) κ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) | |acronym= Μαννοκίκκιρος (ο) | ||
| | |etymology_gr= από το «μαννός» (κουτός, πνευματικά καθυστερημένος) και «κίκκιρος» (Τουρκ. Kikkir = πετεινός) αυτός που έχει μυαλό πετεινού | ||
| | |semantics_gr= ο εντελώς βλάκας, αυτός που δεν καταλάβει τίποτε | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits