1,384
edits
| Eleni Krekou (talk | contribs)  (Νέα σελίδα με '{{Λέξη   |acronym=Πάνιασμα (το)   |etymologia=   |simasiologia= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα   |proel...') | Eleni Krekou (talk | contribs)  No edit summary | ||
| Line 21: | Line 21: | ||
| ==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
| Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες   | Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες). | ||
| ==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
edits